παραδουνάβιος

παραδουνάβιος
-α, -ο
αυτός που βρίσκεται κοντά στο Δούναβη ή στις όχθες του ή βρέχεται απ' αυτόν: Η Ουγγαρία είναι παραδουνάβια χώρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραδουνάβιος — α, ο αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κοντά στον ποταμό Δούναβη («παραδουνάβιες ηγεμονίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + Δούναβις. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στην εφημερίδα Βελτίωσις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”